χρυσαετός — χρυσαετός, ο και χρυσαϊτός, ο πουλί, είδος αετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… … Dictionary of Greek
ιερακίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα αρπακτικά ημερόβια πτηνά (αετός, ιέραξ, κίρκος, κιρκαετός, τριάρχης κ.ά.). Οι ι. έχουν αρκετά αγκιστρωτό ράμφος και, όπως συμβαίνει στα νυκτόβια κυρίως αρπακτικά, τα … Dictionary of Greek
χρυσαίετος — ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. χρυσάετος … Dictionary of Greek
Ενγκαντέν — (Engadine). Κοιλάδα της Ελβετίας. Διαμορφώθηκε από τον ποταμό Iv, παραπόταμο του Δούναβη, ο οποίος τη διαρρέει. Οι κάτοικοί της μιλούν τη ρομανική διάλεκτο και είναι προτεστάντες. Το κλίμα της Ε. είναι ψυχρό αλλά ξηρό και υγιεινό, γι’ αυτό και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας — Το πολυβραβευμένο αυτό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο Ν. Γουλανδρή, με στόχο την προώθηση των φυσικών επιστημών και την ευαισθητοποίηση του ανθρώπου στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στεγάζεται σε ιδιόκτητο… … Dictionary of Greek
χρυσάετον — χρυσά̱ετον , χρυσάετος golden eagle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)